Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μια Δευτέρα που φυσούσε πολύ.

21 Ιανουαρίου, 2013

Το ημερολόγιο έδειχνε πως βρισκόμασταν ακόμα στην καρδιά του χειμώνα. Εδώ και αρκετές μέρες όμως, δέσποζαν οι σχεδόν ηλιόλουστες, άνομβρες, και σχετικά ζεστές μέρες. Μόνο όταν έδυε ο ήλιος ένοιωθες πως η εποχή στην οποία ζούσες ονομαζόταν «χειμώνας».

Ξημέρωσε Κυριακή. Μια μέρα  όμως που  ήταν λίγο πολύ η ίδια με τις άλλες μέρες.  Από τον καιρό που συνταξιοδοτήθηκε, μπήκε σε μια ρουτίνα, ρουτίνα χαλαρών ρυθμών, επαναλαμβανόμενη  ρουτίνα που του γέμιζε τις ώρες, ρουτίνα που του γέμιζε την ύπαρξη.

Ξεκίνησε με το καθημερινό κολύμπι. Κάθε μέρα  όλο το χρόνο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, περπατούσε τα μερικές εκατοντάδες μέτρα που χώριζαν το σπίτι του από το νερό, και κολυμπούσε. Αναλόγως μπορούσε να παλεύει με το νερό στη ρηχή παραλία μέχρι και μια ώρα.

Δεν κολυμπούσε πάντα τα πρωινά. Άρχισε να το κάνει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Τότε που άρχισε να φαίνεται η φθορά, τότε που άρχισαν να φωλιάζουν στο μυαλό του οι σκέψεις  για τα χρόνια που έφυγαν, και για τα λιγότερα που έρχονταν. Δεν είχε οποιαδήποτε ξεχωριστή επίδοση, αλλά εκείνο που έκανε τον ευχαριστούσε, πίστευε πως τον κρατούσε υγιέστερο από τους φίλους, τους συμμαθητές, που βρίσκονταν στην ίδια ηλικία, και όποτε τους έβλεπε έκανε κρυφά τη σύγκριση και συμπέραινε πάντα πως εκείνος βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση.

Συνέχισε να κολυμπά μέχρι τη μέρα της «προδοσίας» του σώματος του όταν διαγνώστηκε το «συμβάν» όπως το περιέγραφε μετά τη λήξη της περιπέτειας.  Πέρασε με υπομονή και πείσμα τη διαδικασία, οι γιατροί του είπαν πως βγήκε νικητής.  Δεν του έμεινε σημάδι, εκτός από το μαλλί.

Τα σκούρα μαύρα του μαλλιά, το μουστάκι του, φύτρωσαν ξανά. Φύτρωσε όλο το πλήθος των τριχών που είχε  προηγουμένως. Επανήλθαν όλες εκείνες οι τρίχες  που υπερηφανευόταν πάντα πως κρατούσε σταθερά στο κεφάλι του, που τον έδειχναν κατά κανόνα δέκα χρόνια μικρότερο από την εκάστοτε ηλικία του – πάλι σε πείσμα των γνωστών του, όπως αυτάρεσκα διαπίστωνε.

Ναι, φύτρωσαν όλα τα μαλλιά πάλι, μόνο που δεν ήταν πια μαύρα,  έχασαν το χρώμα τους, και ήταν  πλέον ολόλευκα.  Σοκαρίστηκε στην αρχή, μετά  το συνήθισε. Ήταν το τίμημα νίκης επί της «προδοσίας» έλεγε.

Απλώς επέλεξε πιο σεμνό κτένισμα, τα κρατούσε πιο κοντά – ένοιωθε πως του κόπηκε ο τσαμπουκάς.

Την υπόλοιπη του ζωή τη διεκδίκησε και την κέρδισε ξανά. Στο κολύμπι επανήλθε, και αστειευόμενος, έλεγε πως ένοιωθε πλέον πιο ανάλαφρος  όταν αφηνόταν στο νερό.

…………………………………………………………………

Επιστρέφοντας  στο σπίτι, πήρε και εφημερίδες, έκανε και ντουσάκι, έφτιαξε πρόγευμα, και βυθίστηκε στην ανάγνωση των αγαπημένων του στηλών.

Όταν βγήκε για βόλτα βρήκε μπροστά του μια λαμπρή μέρα  Πρωινό της Κυριακής και ο κόσμος είχε ξεχυθεί για βόλτα . Ο παραλιακός πεζόδρομος ήταν γεμάτος από μικρούς, μεγάλους, χαρούμενους, μίζερους, μεθυσμένους, μόλις εκκλησιασθέντες που μύριζαν ακόμα λιβάνι, ανθρώπους που γύρευαν την χαλάρωση και το αίσθημα της ζεστασιάς κάτω από το εκτυφλωτικό φως.

Έφτασε στην άλλη άκρη της παραλίας, εκεί που άρχιζε η μαρίνα, με το δάσος από κατάρτια να κλείνουν τον ορίζοντα. Κάθισε στο αγαπημένο του, το τελευταίο παγκάκι, και έβλεπε την πλατιά αμμουδιά, πιο πέρα τη γαλήνια θάλασσα, και τα εκατοντάδες περιστέρια που βολτάριζαν εκεί που ενωνόταν νερό και άμμος..

Η ανθρώπινη κίνηση δεν ήταν πολλή σε εκείνο το σημείο, αφού ουσιαστικά ήταν το τέρμα του περιπάτου, και οι πεζοί έπρεπε να επιστρέψουν.

Αφέθηκε στο ζεστό φως, στην απαλή θαλασσινή αύρα, τα πεζούνια που πηγαινοέρχονταν του προκαλούσαν μια παράδοξη ζαλάδα.

Έβλεπε από μακριά τα πλάσματα που έκαναν βόλτα, και μέσα σε εκείνο το πλήθος άρχισε να βλέπει την ίδια του τη ζωή. Είδε τον εαυτό του μωρό, είδε τους γονείς του, είδε ένα έφηβο που του έμοιαζε, είδε μια φοιτήτρια που έμοιαζε με την πρώτη του σοβαρή σχέση, είδε συναδέλφους στην πρώτη του δουλειά είδε ανθρώπους που διασταυρώθηκαν μαζί του, πολλούς ανθρώπους, τόσους που έκαναν τη ζωή του τόσο γεμάτη, που για πολύ καιρό πίστευε πως δε θα έμενε ποτέ μόνος.

Όταν έφυγαν όλοι, βιολογικά, ή φυσικά, ή τεχνητά, και έμεινε τελικά μόνος, του φάνηκε στην αρχή πως αυτό ήταν άλλο ένα στάδιο της πολύ γεμάτης του ζωής. Ήταν άλλη μια φάση μέχρι την επόμενη.

Σύντομα, κατάλαβε πως δεν θα ήταν πλέον έτσι. Σύντομα κατάλαβε πως το στάδιο στο οποίο είχε μπει δε θα είχε μετεξέλιξη.

Δεν βρισκόταν στο σημείο να μην έχει κάποιο να μιλήσει, να μοιραστεί μια εκδρομή, ένα ποτήρι κρασί. Απλώς δεν τον γέμιζαν όλα αυτά, απλώς δεν έβρισκε νόημα.

Τη ρουτίνα του την έκανε μόνος και τη γέμιζε μόνος.

Εκείνο που τον στενοχωρούσε ήταν πως σε κάποιο σημείο μια άλλη «προδοσία» του σώματος θα ερχόταν ξανά, και θα ήταν μόνος. Δεν τον ενοχλούσε αυτό, πίστευε πως ό,τι και να πάθαινε, θα ήταν σε θέση να μεριμνήσει για τη μεταφορά του στο γιατρό. Εκείνο που τον πείραζε όμως ήταν πως μετά από ένα σημείο και ύστερα ίσως να μην μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος. Θα χρειαζόταν μόνιμη βοήθεια και  συντροφιά. Και αυτό δεν το χώνευε, αυτό δεν μπορούσε να το φανταστεί.  Εκείνη η παράλογη αλαζονεία που είχε νοιώσει πολλές φορές στη ζωή του, που του είχε δώσει πολλές φορές δύναμη, και συνήθως του έβγαινε, συνήθως τα κατάφερνε, του έκανε επίθεση και τώρα, και αφορούσε θεμελιώδες ζήτημα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πως θα γινόταν βάρος σε κανένα, σε συγγενή, σε φίλο, σε επί πληρωμή προσωπικό.

……………………………………………………..

Σκεφτόταν αυτά και πρέπει να κοιμήθηκε. Ο ήλιος του Γενάρη έκαιγε όμως, και σε κάποια στιγμή ξύπνησε ιδρωμένος, και νοιώθοντας έντονη δυσφορία.

Ανασηκώθηκε, έσκυψε το κεφάλι, να το δροσίσει λίγο, και σε λίγα λεπτά, όταν ένοιωσε καλύτερα, σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το σπίτι.

Δεν ξαναβγήκε.

Δεν ένοιωσε την ανάγκη να το κάνει αυτό, δεν ένοιωσε την ανάγκη ούτε να φάει ούτε να πιει.

Η Κυριακή του τέλειωσε με μια ταινία σε ένα από τα συνδρομητικά κανάλια. Ούτε κατάλαβε την υπόθεση, ούτε την παρακολούθησε, ούτε τον ένοιαζε πόσοι είχαν σκοτωθεί μέχρι το τέλος. Έβλεπε απλανώς τις κινούμενες εικόνες στην επίπεδη οθόνη.

Ύπνος άσχημος, δύσκολο να αφεθεί. Ηρέμησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όταν άρχισε να σηκώνεται ο αέρας και να κάνει το παράθυρο να τρίζει. Τον ήξερε αυτό τον αέρα, ερχόταν από τη γωνιά της Μεσογείου, από την πιο κοντινή άκρη της διακεκαυμένης ηπείρου.

Και ήξερε, πως η λιακάδα της προηγούμενης ημέρας είχε τελειώσει.

Ξύπνησε όπως πάντα νωρίς, το ξυπνητήρι είχε εμφυτευθεί στο μυαλό του εδώ και πολλά χρόνια. Ένοιωθε κάπως τσαλακωμένος, κάπως σκουριασμένος, αλλά ήξερε πως  είχε ένα πρόγραμμα. Κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε στο βορρά. Ο ουρανός ήταν μολυβένιος, τα δέντρα έσκυβαν από το δυνατό άνεμο, η βροχή έπεφτε, όχι ακόμη δυνατή, αλλά φαινόταν πως βρισκόταν ακόμη στην αρχή.

Θυμωμένο νερό.

Θυμωμένο νερό.

Ήταν Δευτέρα.

Είχε πρόγραμμα να κάνει.

Θυμήθηκε πως πριν την αφυπηρέτηση του, η Δευτέρα ήταν η ποιο σημαντική μέρα της βδομάδας για τη δουλειά του. Για δεκαετίες ολόκληρες η Δευτέρα ήταν σημαντική, ήταν ανεπανάληπτη, ήταν μοναδική. Έπρεπε να γίνουν πράγματα τη Δευτέρα που αφορούσαν όλη τη βδομάδα. Δεν μπορούσε καν να αρρωστήσει τη Δευτέρα, ένοιωθε υποχρεωμένος και υπεύθυνος για εκείνο που έκανε.

Η αρρώστια μπορούσε να περιμένει μια μέρα.

Έβαλε το μαγιό, τις φόρμες, ένα ενισχυμένο αντιανεμικό, πήρε τη τσάντα, , και ξεκίνησε για να κάνει το πρόγραμμα του. Ο αέρας τον κτύπησε κατάμουτρα μόλις βγήκε από την πόρτα.

Η διαδρομή προς την παραλία ήταν πολύ πιο σύντομη εκείνη τη μέρα  Έφτασε στην αμμουδιά, που ήταν λιγότερο πλατιά από ότι συνήθως. Τα κύματα ήταν άγρια και θυμωμένα, και τίποτα δε θύμιζε την εικόνα της προηγούμενης γαλήνιας ημέρας.

Έμεινε για λίγο εκεί, και σκεφτόταν. Η βροχή έπεφτε, αλλά ακόμη δεν ήταν δυνατή.

Πήρε το δρόμο για το σπίτι, άνοιξε, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, και ξεκίνησε για να βγει από την πόλη. Πήγε κοντά στο φάρο, σε ένα σημείο που αγαπούσε από τον καιρό που ήταν μωρό. Ένα σημείο που χαιρόταν ως μια από τις πιο μακρινές του μνήμες. Ένα σημείο που χάρηκε με καλή παρέα, ένα σημείο γεμάτο εμπειρίες, ένα σημείο που πάντα τον ξεκούραζε.

Θυμόταν ειδικά τις Δευτέρες, όταν τέλειωνε η πιο δύσκολη μέρα της βδομάδας, όταν άραζε εκεί τα καλοκαιρινά απογεύματα, όταν έφευγε μετά που έπιανε για τα καλά η δροσούλα μεσάνυχτα και κάτι.

Σήμερα η δροσούλα ήταν πολλή. Ο άνεμος σε εκείνο το σημείο ήταν ο πιο δυνατός, ενώ και η βροχή είχε ήδη γίνει μια με τη θάλασσα.

Έδειξε πως δεν τον επηρέαζε τίποτα από όλα αυτά. Έβγαλε τις φόρμες και κατευθύνθηκε προς την παραλία.

Δεν ήταν κανείς. Το μεγάλο ξενοδοχείο θα αποκτούσε ζωή μετά τον Μάρτη.

Πήγε κοντά στον κυματοθραύστη που έφτιαξε το ξενοδοχείο για τους πελάτες του, κάπου έκοβε λίγο ο αέρας και τα κύματα εκεί.

Μπήκε στο νερό, ήταν ήδη βρεγμένος, και άρχισε να κολυμπά. Δυσκολευόταν λίγο, αφού τα κύματα ήταν μεγάλα, και άγρια.

Το πάλευε όμως. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ήταν Δευτέρα. Η μέρα κατά τη διάρκεια της οποίας είχε δώσει τις πιο δύσκολες μάχες τον καιρό που δούλευε. Η μέρα στην οποία αντιμετώπιζε τις πιο μεγάλες δυσκολίες, η μέρα που τον κούραζε περισσότερο.

Πόσες Δευτέρες ήταν άραγε; Σκέφτηκε. Προσπάθησε να κάνει το λογαριασμό, προσπάθησε να θυμηθεί πότε είχαν αρχίσει εκείνες οι Δευτέρες, για πόσα χρόνια διήρκησαν…

Η συγκέντρωση του απόλυτη: πόσες Δευτέρες; Και όπως κολυμπούσε δεν πρόσεξε πως έφτασε στην άκρη του κυματοθραύστη, πως λίγο ακόμα και θα αντιμετώπιζε τα γιγαντιαία κύματα που κτυπούσαν αλύπητα την παραλία.

Πόσες Δευτέρες;

Είχε ακόμα αυτή την ερώτηση στο μυαλό του, όταν στα ανοικτά πλέον μακριά από την προστασία του κυματοθραύστη, τον κτύπησε το πρώτο μεγάλο κύμα.

8 Σχόλια leave one →
  1. 21 Ιανουαρίου, 2013 22:57

    Ωραίο κείμενο!

    Τα έχουν αυτά οι Δευτέρες…Μού θύμισες αυτό:
    http://lemesia.wordpress.com/2009/09/28/stormy-monday-b-b-king/

    Μου αρέσει!

    • strovoliotis permalink*
      22 Ιανουαρίου, 2013 18:51

      Πράγματι το έχουν οι Δευτέρες. Και κούραση, και έμπνευση…

      Μου αρέσει!

  2. mary permalink
    22 Ιανουαρίου, 2013 13:30

    πολύ ωραίο! αντε, βάλε πλώρη για μυθιστόρημα, …αν δεν το έχεις ξεκινημένο ήδη δηλαδή :))))

    Μου αρέσει!

  3. 22 Ιανουαρίου, 2013 14:37

    Φίλε , έχεις πολλή υλικό εδώ μέσα (και είμαι σίγουρος ακόμα περισσότερο στα ημερολόγια σου) για να το μαζέψεις και να κάνεις μια συλλογή διηγημάτων . Θα ήταν πόλη ωραία να τα βλέπαμε όλα μαζί σε ένα βιβλίο…!! 😉

    Μου αρέσει!

  4. strovoliotis permalink*
    22 Ιανουαρίου, 2013 18:52

    Μαίρη και Κώστα, το «μυθιστόρημα» γράφεται εδώ και καιρό. Το θέμα είναι αν θα *γραφτεί* ποτέ 🙂

    Μου αρέσει!

  5. Μαρία permalink
    29 Ιανουαρίου, 2013 18:27

    Χμμμ Νομιζω οτι θα σε παρακολουθώ πιό στενά όταν χάνεσαι για κολύμπι 🙂

    Μου αρέσει!

    • strovoliotis permalink*
      29 Ιανουαρίου, 2013 22:07

      Ground control to major Tom
      Ground control to major Tom
      Take your protein pills and put your helmet on
      (Ten) Ground control (Nine) to major Tom (Eight)
      (Seven, six) Commencing countdown (Five), engines on (Four)
      (Three, two) Check ignition (One) and may gods (Blastoff) love be with you

      This is ground control to major Tom, you’ve really made the grade
      And the papers want to know whose shirts you wear
      Now it’s time to leave the capsule if you dare

      This is major Tom to ground control, I’m stepping through the door
      And I’m floating in a most peculiar way
      And the stars look very different today
      Here am I sitting in a tin can far above the world
      Planet Earth is blue and there’s nothing I can do

      Though I’m past one hundred thousand miles, I’m feeling very still
      And I think my spaceship knows which way to go
      Tell my wife I love her very much, she knows
      Ground control to major Tom, your circuits dead, there’s something wrong
      Can you hear me, major Tom?
      Can you hear me, major Tom?
      Can you hear me, major Tom?
      Can you…
      Here am I sitting in my tin can far above the Moon
      Planet Earth is blue and there’s nothing I can do

      Μου αρέσει!

  6. Αντώνης Ψαυχηαντωνηε permalink
    16 Ιανουαρίου, 2020 23:20

    Πνίγηκε τελικά;

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.