Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σκιές.

1 Ιουλίου, 2013

Τις άκουγε μηχανικά τις ειδήσεις.

Διαφημιστικό διάλειμμα:

«Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου της κοινότητας ΠοτεΔεΣεΞεχνώ σας προσκαλούν στην αντικατοχική εκδήλωση που θα γίνει με τη συμπλήρωση της εξηκοστής  πρώτης επετείου από τη μέρα που οι παππούδες μας εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες, στην  αίθουσα εκδηλώσεων της κοινότητας ΑμπαΤζιαιΦύετε.  Στην εκδήλωση θα παρουσιαστούν βιντεογραφημένα στιγμιότυπα αφηγήσεων των τελευταίων συγχωριανών  που έζησαν στο χωριό. Θα παραστεί  ο μητροπολίτης Καρπασίας και Χαλεπίου κύριος κύριος Ιωάννης Χαλίλ, ενώ εκ μέρους της πολιτείας θα απευθύνει χαιρετισμό ο υπουργός εσωτερικών κ. Πέτρος Σόιμπλε. Χορηγός επικοινωνίας: ΡΙΚ»

Άκουγε πάντα με κυνισμό αυτές τις ανακοινώσεις. Κυνισμό που του είχε δωρίσει έλεγε ο παπάς του.  Ένα δώρο που άργησε πολύ να εκτιμήσει.  Γιατί, μικρότερος είχε περάσει την «πατριωτική» του φάση, όταν ένοιωθε το αίμα του να βράζει όποτε άκουγε για αυτές τις εκδηλώσεις. Ο Φλεβάρης των επετείων μπορεί να είναι κρύος, αλλά το αίμα του κτύπαγε κόκκινο.

Ηταν τότε που  έκανε και όνειρα.

Όνειρα κακά.

Πίστευε πως μπορούσε να λύσει το κακό με αίμα.

Κι’ άλλο αίμα.

Έβλεπε τον αρχηγό των κακών με μίσος. Ήθελε να οργανώσει αποστολή. Όπως εκείνες των Ρώσων υπερηρώων που έβλεπε μικρός. Αποστολή μυστική όμως. Μόνο για εκλεκτούς. Ήθελε να συλλάβει μυστικά τον κακό αρχηγό, να τον πάρει σε ένα απόμερο μέρος κοντά στη θάλασσα, να τον τεμαχίσει σε μικρά κομμάτια και που θα μπορούσαν εύκολα να καταναλώσουν τα ψάρια, και να τον πετάξει λίγο – λίγο  στο νερό.

Να μη φανεί.

Να μη μείνει ποτέ σημάδι.

Πουθενά.

Δεν ήθελε να μάθει κανείς.

Δεν ήθελε καν τη δόξα της εξολόθρευσης του αρχηγού των κακών.

Μετά πέρασε καιρός, το αίμα και οι μέθοδοι που το συνόδευαν έγιναν βαρβαρισμοί, με τους οποίους δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση- έφτασε μάλιστα στο άλλο άκρο: οι εχθροί είναι ανάμεσα μας, έλεγε.

Δεν είναι απέναντι.

Έβλεπε πια, άλλα όνειρα.

Πιο προσωπικά. Σαφώς μικρότερης σημασίας για την ανθρωπότητα.

Μετά έπαψαν τα όνειρα.

Κάπου κάπου έβλεπε εφιάλτες.

Ο χρόνος που περνούσε.

Οι εκπλήξεις που ποτέ δεν ήταν πια θετικές.

Εκείνο το αίσθημα πως πνιγόταν.

Λαχταρούσε, το πάλευε, ξέφευγε, έβγαινε στην επιφάνεια.

Ανάσαινε.

Και μετά κάποιος τον έσπρωχνε στο κεφάλι και πάλι πνιγόταν.

Και ξανά, από την αρχή εκείνο το αίσθημα της απελπισίας.

Η ανησυχία του εκείνο το απόγευμα ήταν όμως άλλη:  είχε τσακωθεί με αγαπημένο πρόσωπο. Είχε παραφερθεί και ένοιωθε περίεργα. Περίεργα γιατί πίστευε μεν πως είχε δίκιο αλλά όσο δίκιο και να είχε δεν έπρεπε να κάνει ό,τι έκανε. Και ένοιωθε και παράξενα: στις συζητήσεις, στους ατέλειωτους διαλογισμούς, πάντα ζητούσε την άλλη άποψη, δεν έβγαζε ποτέ πόρισμα ή συμπέρασμα όταν άκουγε μια ιστορία – αν δεν άκουγε και την άλλη της όψη. Αν δεν έβλεπε την άλλη  πλευρά του νομίσματος. Ήταν πεπεισμένος πως καμιά ιστορία δεν μπορούσε να ήταν απόλυτα μαύρη ή απόλυτα άσπρη.

Πολλές σκιές του γκρι μεσολαβούν.

Και όμως αυτή τη φορά που την ιστορία την έλεγε εκείνος, ήταν απόλυτα πεπεισμένος πως η δική του εκδοχή ήταν η σωστή, αλλά…,  αλλά… δεν ήταν δυνατό να είναι έτσι. Κάτι άλλο θα υπήρχε. Κάτι άλλο θα λειτουργούσε, σε ένα άλλο σύμπαν, με ίδια πειστικότητα και ίδια συνάφεια με την πραγματικότητα όση η δική του ιστορία.

Η δουλειά τελείωσε πολύ νωρίς εκείνο το απόγευμα, και στο δρόμο για το σπίτι βλέπει την ταμπέλα: ΑμπαΤζιαιΦύετε: 568 μέτρα.

-Δε ρίχνω μια ματιά στην εκδήλωση; λέει.

Πάντα κάποιο γνωστό του γνωστού έβλεπε σε ανάλογες περιπτώσεις. Άσε που κάποιοι του έδειχναν ακόμη μια βαθιά εκτίμηση για τους φλογερούς λόγους και τις πατριωτικές ενέσεις που έμπηγε σε όλους όταν ήταν σε εκείνη την πρώιμη  φάση. Δε συζητούσε πια μαζί τους, ένοιωθε όμως μια κρυφή αυταρέσκεια που τον σέβονταν, τον εκτιμούσαν, ενώ εκείνος βρισκόταν πια – κυριολεκτικά – σε άλλο σύμπαν.

Μπήκε στην αίθουσα όπου είχαν μαζευτεί καμιά 20ριά πλάσματα – δεν ήξερε κανένα.

Κάθισε στην άκρη της σειράς, κοντά στην πόρτα, έτοιμος να το σκάσει αθόρυβα και διακριτικά όταν χρειαζόταν.

Στα ηχεία, πατριωτικά άσματα: «ανασήκωσε την πλάτη και απόσεισε τους Μαδαρή μου».

Όμορφο βουνό η Μαδαρή.  Τη γνώρισε μετά που ο σε εξορία μουχτάρης κατάφερε να λύσει δικαστικώς τη διαφορά που είχε με τον πιο πλούσιο του χωριού, τον Χριστόδουλο, που για δεκαετίες ολόκληρες διεκδικούσε ως δική του περιουσία το δρόμο που ανέβαινε στην κορυφή του βουνού. Και επειδή η περιουσία του ήταν στο πιο στενό σημείο, κανείς δε μπορούσε να ανέβει πάνω στην κορυφή του βουνού αφού έβαλε καντζέλια και μπλόκαρε το δρόμο.

Το άσμα τελείωσε.

Αλλά δεν ακολούθησε άλλο. «Ανασήκωσε την πλάτη και απόσεισε τους Μαδαρή μου».

Ξανά.

Και ξανά.

Στην τέταρτη επανάληψη, με το ακροατήριο να έχει ανέλθει μόνο στους 25, χωρίς να ξέρει κάποιον, αποφάσισε να φύγει.

Οδήγησε προς το ίδιο το βουνό, τη Μαδαρή.

Το «βουνό του» – τώρα πια. Αφού του έδινε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση η επίσκεψη, χειμώνα με τις πολλές βροχές και κάποτε το χιόνι, καλοκαίρι με την αδυσώπητη ζέστη του ξερονησιού.

Ο  ήλιος δύει νωρίς τον Φλεβάρη. Μέχρι να αρχίσει να ανηφορίζει ο δρόμος, είχε σχεδόν πέσει το σκοτάδι.

Άφησε το όχημα στο χωράφι του Χριστόδουλου.

Κάποιος συμβολισμός αιωρείτο κάπου, αλλά δεν ήταν σίγουρος που. Άρχισε να ανεβαίνει τον απότομο στην αρχή δρόμο, το δρόμο που γινόταν σχεδόν ίσιος εκεί πάνω στη πλατιά κορυφή όπου το δάσος γινόταν πυκνό και αδιαπέραστο.

Οι σκιές προηγούντο. Ήταν πίσω του τα φώτα του δρόμου που ανέβαιναν αρκετά ψηλά – ο εκπολιτισμός δεν χαριζόταν σε κανένα. Όσο πύκνωναν οι μαντόπευκοι όμως, τόσο λιγόστευε το φως.

Το φεγγάρι φάνηκε για λίγο ανάμεσα στα κλαδιά, διαχέοντας ένα αμυδρό αλλά ικανοποιητικό φως.

Ο Φλεβάρης όμως έχει και σύννεφα. Και τα σύννεφα κάλυψαν τελικά το φεγγάρι.

Κοντοστάθηκε.

Οι σκιές είχαν γίνει πλέον ένα με τα δέντρα. Οι μαντόπευκοι έγιναν ακόμα πιο μαύροι.

Σκιές, προέκταση των δέντρων.

Δέντρα, προέκταση των σκιών.

Ένοιωσε να κρυώνει. Όχι γιατί ήταν Φλεβάρης αλλά γιατί του πέρασε από το μυαλό να φοβηθεί.

Μόνος.

Το σκοτάδι απόλυτο. Αδιαπέραστο.

Πολλή ώρα μακριά από το πλησιέστερο ζωντανό πλάσμα.

Δεν ήξερε καν αν βρισκόταν, αν περπατούσε  πλέον πάνω στο στενό δρόμο.

Αν δεν ήταν, τότε τα ίδια τα δέντρα παραμέριζαν.

Για να περάσει.

Μαύρα πεύκα

2 Σχόλια leave one →
  1. Ε ρε γλέντια permalink
    1 Ιουλίου, 2013 22:37

    Την πρώτη φορά φίλησε τον κώλο του Ρώσσου μεγιστάνα. Τώρα, έμεινε χάσκοντας σαν ηλίθιος μεταξύ Ευρώπης και Βαλκανίων.
    Μωρέ Στροβ; Μήπως κάναμε λάθος μ’ αυτόνανε μωρέ; Μωρέ νούσιμε του νούσιμου; Θα μας κάνει ρεζίλι αυτός μωρέ.

    Μου αρέσει!

  2. Έτσι Νίκαρε; permalink
    1 Ιουλίου, 2013 23:54

    Τίτλος Κενής Θέσης HOUSEMAID
    Αριθμός Κενής Θέσης 147416
    Οικονομική Δραστηριότητα Εργοδότη Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών οικιακού προσωπικού
    Περιγραφή Εργασίας HOUSEMAID FOR BABYSITTING AND CLEANING THE HOUSE
    Περιγραφή Υποψηφίου
    Διαθέσιμες Θέσεις 1
    Διάρκεια Απασχόλησης ΠΑΝΩ ΑΠΟ 6 ΜΗΝΕΣ
    Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο

    Πείρα ΜΕΤΑΞΥ 2 ΚΑΙ 5 ΕΤΗ
    Εβδομαδιαίος Μισθός (μεικτός) Από Μέχρι
    Μηνιαίος Μισθός (μεικτός) * Από 484 Μέχρι 484
    Βάρδια OXI
    Είδος Απασχόλησης ΠΛΗΡΗΣ
    Είδος Ωραρίου
    Αριθμός Ημερών Εργασίας 6
    Ωράριο Εργασίας 08:00 17:00

    Υπερωρία OXI
    Δίκτυο EURES? NAI
    Παροχή Διαμονής (για ευρωπαίο πολίτη) OXI
    Παροχή Διατροφής (για ευρωπαίο πολίτη) OXI
    Παροχή Εξόδων Μετάβασης στην Κύπρο (για ευρωπαίο πολίτη) OXI
    Τρόπος Επικοινωνίας Eures ΕΠΙΣΤΟΛΗ KAI ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΟΝ EURES ADVISOR

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Ε ρε γλέντια Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.