Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Μανώλης για τη Βάσω.

7 Φεβρουαρίου, 2013

 

Ανάμεσα σε γραφείο, αυτοκίνητο, αναγκαστικές διαδρομές εδώ και εκεί, άκουγα στο ράδιο τον Κώστα Σωτηρόπουλο στο Τρίτο του ΡΙΚ. Για κάποιο λόγο είχε ντοπαρισμένο πρόγραμμα 4 ωρών και προς το τέλος είχε αφιέρωμα στη συνθέτρια αλλά και στιχουργό Βάσω Αλαγιάννη. «Αχ Ελλάδα», «Λεμόνι στην πορτοκαλιά», «Υδροχόος», «Γλάρος» είναι ίσως κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια της Βάσως.

 

Ενώ προχωρούσε το πρόγραμμα ο Κώστας έκανε ανάγνωση  κάποιου κειμένου του για χρόνια συντρόφου της Βάσως, μακαρίτη πλέον, Μανώλη Ρασούλη:

 

«Μόνο ένας ξέρει περισσότερο τη Βάσω Αλαγιάννη από μένα: ο ίδιος της ο εαυτός. Κι επειδή δεν είμαι εγώ αυτός, γράφω όπως την ξέρω, όπως την έζησα σαν γυναίκα, σαν… μικρή θύελλα, σαν σπάνιο ζωικό ένστικτο, σαν εύθραυστη κινέζικη πορσελάνη, σαν το αγριοκάτσικο του Πόρτο Ράφτη, σαν την κόρη του Τάκη του ψαρά, σαν την κόρη της Γιωργίας, σαν τη μαμά της Πηγής, σαν αυτή που μ’ αγάπησε και με ξαναγάπησε, τη χρυσοχέρα, την πονεμένη, την αυτοπροδομένη, την ρεμπέτισσα.»

 

Γουάου!

 

Κάπου εκεί στην Αθαλάσσης η ακρόαση έπαψε να ήταν παθητική και εγκυκλοπαιδική. Η ένταση των λόγων του γενικώς έντονου Μανώλη Ρασούλη μου κέντρισε ακαριαία το ενδιαφέρον.

 

Δεν γνωρίζω γιατί χώρισαν, λίγα κατάφερα να μάθω από την ώρα που τα άκουσα αυτά, αλλά αν γυρεύει κάποιος μια περιγραφή του απόλυτου έρωτα, η περιγραφή του Ρασούλη για την Αλαγιάννη, βρίσκεται πάρα πολύ κοντά.

 

 

Αυτά της τα γράφει, μετά που χώρισαν:

 

«Σαν χωρίσαμε κι ο σαδομαζοχισμός μου έφτασε στο αποκορύφωμα, έφυγα με μια νάιλον σακούλα στη Νέα Υόρκη, της έγραψα το «Αν πεθάνει μια αγάπη» κλαίγοντας, και βαυκαλίζομαι ότι κι αυτή μου ‘γραψε ένα. Τώρα είναι εκεί που είναι, κι εγώ εύχομαι να περνά τους δυϊσμούς και τις παγίδες, τις σειρήνες και τις ανάπαυλες. Ξέρω ότι δρα, ότι παράγει, ότι γύρω της ένα μικρό πλήθος σαν μια τεράστια αμοιβάδα προσπαθεί να την έχει δική της, ότι το βλέμμα της είναι στραμμένο στα Ιμαλάϊα αλλά το ρεμπέτ-πλάσμα από το Πόρτο Ράφτη ανασαίνει στους πρόποδες των 7 ουρανών και κάνει τα 9/8 ν’ αναστενάζουν και να παίρνουν ανθρώπινη υπόσταση.»

 

Ολόκληρο το κείμενο από το Ogdoo.gr θα το βρείτε πιο κάτω.

 

Η σχέση όμως φαίνεται να ήταν ανταποδοτική και εκπληρωμένη, γιατί και η ίδια η Αλαγιάννη μιλά με ανάλογο τρόπο:

 

«Εποχή Μανώλη Ρασούλη…και τι δεν κάναμε μαζί! Όμορφα τραγούδια, το περιοδικό Αυγό, συναυλίες στο βουνό, τα Εικοσαύγουστα στην Κρήτη και χίλια άλλα. Πολύ δημιουργική περίοδος, πραγματοποιούσαμε οτιδήποτε σκεφτόμασταν. Θυμάμαι πως φτιάξαμε ένα τραγούδι. Είμαστε στην Κρήτη κι έχουμε χάσει το λεωφορείο. Για καμιά ώρα περπατούσαμε σε μια ερημιά κι εγώ άρχισα να τραγουδάω μια μελωδία που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. Ο Μανώλης άρχισε τότε να λέει τον στίχο και να τον τραγουδάει με τη μελωδία, έτσι απρόσμενα, μια στροφή εγώ, μια στροφή εκείνος. Στο τέλος και οι δυο μαζί με μία φωνή: Οδυσσέα, γύρνα κοντά μας! Ήτανε σα να φωνάζαμε το λεωφορείο κι αρχίσαμε να γελάμε! Έτσι φτιάξαμε το Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ!»

 

Πηγή: Άσματα και μιάσματα. 

 

Ο θάνατος του Ρασούλη (διαβάστε και εδώ ένα άλλο δικό μου κείμενο) έγινε σε συνθήκες μοναξιάς, που προκαλούν λύπη.

 

Γιατί είναι κρίμα τυχεροί άνθρωποι που ένοιωσαν τον έρωτα στην μέγιστη του ένταση να καταλήγουν έτσι…

 

 

Χαλαρές - προφανώς όμορφες - εποχές.

Χαλαρές – προφανώς όμορφες – εποχές.

 

«Μόνο ένας ξέρει περισσότερο τη Βάσω Αλαγιάννη από μένα: ο ίδιος της ο εαυτός. Κι επειδή δεν είμαι εγώ αυτός, γράφω όπως την ξέρω, όπως την έζησα σαν γυναίκα, σαν… μικρή θύελλα, σαν σπάνιο ζωικό ένστικτο, σαν εύθραυστη κινέζικη πορσελάνη, σαν το αγριοκάτσικο του Πόρτο Ράφτη, σαν την κόρη του Τάκη του ψαρά, σαν την κόρη της Γιωργίας, σαν τη μαμά της Πηγής, σαν αυτή που μ’ αγάπησε και με ξαναγάπησε, τη χρυσοχέρα, την πονεμένη, την αυτοπροδομένη, την ρεμπέτισσα.» Αυτά έγραφε το καλοκαίρι του 2003 στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι ο Μανώλης Ρασούλης, σε σημείωμά του με τον τίτλο «Βάσω Αλαγιάννη – Μια Μοναδική Περίπτωση. Τα γραμμένα λόγια του μας ήρθαν στο νου, όταν παραμονές της συναυλίας Αφιέρωμα στο Badminton για τον χαμένο στιχουργό και στοχαστή – με τη συμμετοχή φίλων και συνεργατών του καθώς και της ίδιας της Αλαγιάννη- ο Μιχάλης Κουμπιός, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της εκδήλωσης, μας «κέρασε» αυτές τις μοναδικές φωτογραφίες που συντροφεύουν το κείμενο. Και συνεχίζει ο Μανώλης Ρασούλης να γράφει για την Αλαγιάννη του: «Τι γυρεύεις εδώ;» της είπα αυθόρμητα όταν την πρωτογνώρισα στο Πόρτο Ράφτη λόγω Μάνου Λοΐζου. Σαν να ‘ταν ξέταιρη από το όλο περιβάλλον. Και ήταν και δεν ήταν. Ξεχείλιζε από μια ομορφιά και μια δίψα για ζωή. Ανθρώπινη, πονεμένη, κάτι από τη Φρίντα Κάλο, κάτι από τους ρεμπέτες των λιμανιών, κάτι από τα τριαντάφυλλα τα άγρια των αγρών. Λίγο αργότερα πάλι αυθόρμητα της είπα: «Έλα στην Αθήνα θα σε κάνω την πρώτη ρεμπέτισσα συνθέτρια». Αναλάβαμε κι οι δύο την ευθύνη. Απ’ την αυλή του σπιτιού της είχαν περάσει οι πλείστοι όσοι. Όλοι οι ποιητές, οι τραγουδιστές, οι συνθέτες, οι παραγωγοί, όλοι οι τζίτζικες στα μεγάλα πεύκα. Με τον Μάνο Λοΐζο που το σπίτι του ήταν δίπλα στο δικό της ανάπτυξε μια λεπτή έως και βαθιά φιλία. Της άνθισε το αισθητήριο. Η καταγωγή της την είχε πλάσει ευαίσθητη, γήινη, υπερβατική, με τα πάθη και λάθη στην ημερήσια διάταξη. Έπρεπε να ‘ρθει στην Αθήνα, να σφυρηλατηθεί, να επεξεργαστεί εκείνη τη θεσπέσια αγροτομαγκιά της, να θεραπευθεί απ’ τη στενή εντοπιότητα και τ’ άλλα, και να θεραπεύσει με τη σειρά της και την αύρα της τους γύρω της. Μαθήτρια του Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα. «Για ξαναπαίξε αυτό το μοτίβο, της είπα ακούγοντας κάτι, ένα μικρό θεματάκι που είχε φτιάξει, παίζοντας το εν είδει μπαλάντας. «Παίχτο μ’ ένα ρυθμό μπάλου ας πούμε». Το ‘παιξε. «Συνέχισε μη σταματάς, πες ότι είναι το κουπλέ». Σφυράγαμε κι οι δύο επί δύο ώρες. Σαν να ‘μαστε ένας. Και να που βγήκε το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά». Γελάγαμε επί δύο ώρες, έφτιαξε ένα καταπληκτικό φαΐ, ήμασταν δύο άλλοι, είχαμε προχωρήσει, ήταν μια άλλη, μπήκε στην περιπέτεια του τραγουδιού. Ήταν περιπετειώδεις, φτάνει να βρισκόταν κάποιος να της πει: κάντο. Βρέθηκα εγώ αλλά αυτή ήταν που άνθισε, πήρε τ’ απάνω της, πήρε πολύ τ’ απάνω της παρά λίγο να μας αφήσει πίσω να τρώμε τη σκόνη της. Τσακάλι γκαγκάν. Με τα τρωτά της, με νταμάρια ακατέργαστου πόνου και διάθεσης ν’ ανεβάσει κάποιον -εμένα πι-χι- στον έβδομο ουρανό και από κει να του δώσει μία, φούντο, ουρλιάζοντας σαν αμαζόνα, σαν μαινάδα σαν εκδικήτρια, σαν νικήτρια. Αν και ξέρει ότι δεν υπάρχει νικητής και νικημένος βρήκε το μέτρο του ζεϊμπέκικου να εκφράσει την αρχοντιά της, την απέλπιδη ανεξαρτησία της, το φυσιολογικό ναρκισσισμό της. Μου ‘δωσε και της έδωσα, μου πήρε και της πήρα. Μου σύστησε τον Osho χωρίς να κατέχει ιδιαιτέρως τι έκανε εκείνη τη στιγμή. Πήγαμε μαζί και τον βρήκαμε στην Ινδία. Όταν όμως ο Δάσκαλος κυνηγημένος απ’ όλους έφτασε για λίγο στην Κρήτη, η Βάσω δεν ήταν εκεί, ήταν με τον ακατανόμαστο φτιάχνοντας δίσκο ανακαλύπτοντας όπως λέει η ίδια, την ευαίσθητη ψυχή του (σημείωμα στο εξώφυλλο δίσκου παραγωγής του ακατανόμαστου). Αυτό έγινε η αχίλλεια πτέρνα της. Έκτοτε προσπάθησε και προσπαθεί, αποτυπώνει σε πράξεις θεραπευτικές (είναι μάστερ του Ρέϊκι) και αισθητικές (γράφει μόνη της και κάνει CD με τραγούδια έξοχα) μη ξεχνώντας -το ελπίζω – τη διδαχή του Osho : «είσαι ό, τι είσαι κι όχι ότι κάνεις». Ίσως πρωτοφανές για μια γυναίκα να μπαίνει στα χωράφια, ας πούμε, των ανδρών και μάλιστα με το πρέπον εκτόπισμα και σεβασμό στον κώδικα της αισθητικής ιδεολογίας του ρεμπέτικου. Δεν το ‘κανε για να κάνει κάτι, για να γίνει κάτι. Αν δεν το ‘κανε θα ‘σκαγε. Προσέξτε: δεν την εκθειάζω σαν συνείδηση. Κι αν θα την πω ιέρεια, ο όρος είναι υπό έλεγχο. Δεν γράφω θαμπωμένος, γονατισμένος. Γράφω με τη συγκίνηση και τη γνώση για ένα διαμάντι που είναι ακόμη εν διαμορφώσει, σε αυτοεπεξεργασία. Το σημαντικό είναι ότι ο άνθρακας έγινε διαμάντι. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Βάσω δεν ξεχνά την καταγωγή της. Ούτε τις πρώτες της εμπειρίες, είτε κακές είτε καλές. Ατυχία και τύχη. Σαν τη ρουλέτα. Γνώρισε από μικρή την άλλη αρχόντισσα την Κάθριν την κόρη του εφοπλιστή Γραίγου που αργότερα ήταν το μοιραίο άτομο αφού αυτή υπήρξε ο θεμέλιος παράγων (μαθήτρια) του Osho , τον οποίο σύστησε στη Βάσω μέσω ενός λίφλετ αυτό που μου ‘δωσε αργότερα η Βάσω και εγώ είπα: «Αυτός είναι». Το ’78 είχα βγάλει ήδη την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και καθώς γυρίσαμε από την Ινδία βγάλαμε το «ΑΥΓΟ» εκδώσαμε την «Κρυμμένη Αρμονία-Ομιλίες πάνω στον Ηράκλειτο» του Osho κι έγινε ένα ιδεολογικό –αισθητικό ΜΠΑΜ. Προσπάθησαν τα χαϊβάνια κι όλη η πανστρατειά των ακατανόμαστων να το ταΐσουν παντοίους τρόποις στη Λήθη, όμως εγώ φρόντισα να τους ξεδοντιάσω. Ούτε Ιωνάς ούτε ο Πινόκιο για να χωρέσω στ’ άντερα του κτήνους. Τι να μας κάνουν όταν εμείς λέγαμε «Μπαίνουμε στον Υδροχόο», «Αχ Ελλάδα σ ΄ αγαπώ». Σαν χωρίσαμε κι ο σαδομαζοχισμός μου έφτασε στο αποκορύφωμα, έφυγα με μια νάιλον σακούλα στη Νέα Υόρκη, της έγραψα το «Αν πεθάνει μια αγάπη» κλαίγοντας, και βαυκαλίζομαι ότι κι αυτή μου ‘γραψε ένα. Τώρα είναι εκεί που είναι, κι εγώ εύχομαι να περνά τους δυϊσμούς και τις παγίδες, τις σειρήνες και τις ανάπαυλες. Ξέρω ότι δρα, ότι παράγει, ότι γύρω της ένα μικρό πλήθος σαν μια τεράστια αμοιβάδα προσπαθεί να την έχει δική της, ότι το βλέμμα της είναι στραμμένο στα Ιμαλάϊα αλλά το ρεμπέτ-πλάσμα από το Πόρτο Ράφτη ανασαίνει στους πρόποδες των 7 ουρανών και κάνει τα 9/8 ν’ αναστενάζουν και να παίρνουν ανθρώπινη υπόσταση. Γράψαμε αρκετά τραγούδια, μα επειδή συνέβησαν αρκετά μείναν αδισκογράφητα. Φτάνει που ‘γίναν και τραγούδησε η σχέση μας και της βγήκε η έκσταση κι ο αμανές και αποδεχτήκαμε καθώς αποδείχτηκε πως θα συναντιόμασταν έτσι κι αλλιώς. Δεν υπήρχε περίπτωση. Όχι μια από τις μοναδικές περιπτώσεις. Κι η λέξη «περίπτωση» είναι και φτωχή και μίζερη, κι ας ζήσαμε φτωχικά σε υπόγεια, με πλημμυρισμένα σιφόνια και την Ασφάλεια συνέχεια πίσω μας και γύρω μας. Στα παπάρια μας, συνεχίσαμε απτόητοι. Κάποιες ώρες μας γονάτισαν, της φόρτωνα το φορτίο, πόναγε το σώμα της, με κοίταζε ικετευτικά. Ήταν ικέτης. Εγώ ήμουν ας πούμε ηγέτης. Γι’ αυτό και υποτίθεται πόνεσα περισσότερο με το χωρισμό. Το ‘κανα τραγούδι: «Ο άνδρας με το χωρισμό πονάει περισσότερο» κι έβαλα τον Πασχάλη Τερζή να το πει αφού είχε γράψει τη μουσική ο Πέτρος Βαϊόπουλος ένας άλλος επίσης εκτιμητέος κι ανεκτίμητος. Εν πάση περιπτώσει η Βάσω η Σβάρνο είναι αυθεντικό παιδί της νεοελλάδας, αυτή που τη μαγαρίζουν κάθε μέρα οι ζιγκολό της, μα εμείς είμαστε ακόμη εδώ, είμαστε ακόμη ζωντανοί κι αν όχι σαν ροκ συγκρότημα κι ούτε σαν αξιοσέβαστη ηχώ των προγόνων, αλλά σαν εμείς με τον ωραίο βίο και την πολιτεία, τη σχέση και την ψυχή των ζωντανών ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή και κατανοούν το θάνατο. Σαν την ψυχή ενός λαού που τραγουδά το αυθεντικό τραγούδι της, για την αθανασία μέσα στο αγαπημένο «εδώ και τώρα». Και το άρθρο του Μανώλη Ρασούλη για τη Βάσω Αλαγιάννη ολοκληρώνεται με «δύο τραγούδια που γράψαμε εκεί και τότε με τη Βάσω» και τους στίχους του από «Το Ζεϊμπέκικο της Βάσως» που μελοποίησαν οι Anonimi , από το Βερολίνο. Πηγή: Λαϊκό Τραγούδι, τεύχος 4, Ιούλιος 2003»

 

Πηγή: www.ogdoo.gr

 

Ένα τραγούδι παλιό, αγαπημένο, που επίσης μου θύμισε ο Σωτηρόπουλος:

 

 

Άλλες πηγές:

 

Βιογραφικό Μανώλη Ρασούλη.

 

Συνθέσεις Βάσως Αλαγιάννη.

 

Γιατί τα τραγούδια τα γράφουν οι παρέες…

 

Ποιός ήταν ο Osho;

One Comment leave one →
  1. 7 Φεβρουαρίου, 2013 14:04

    !!!!!!!!!!!!!!!!!!

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.