Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πάει κι’ αυτή η Κυριακή.

16 Ιανουαρίου, 2017

 

Η οποία προηγήθηκε της σημερινής Δευτέρας. Και αν προσέξατε, ω αγαπημένοι φίλοι, ακόλουθοι και σχολιαστές,  σήμερα είχα σχεδόν μηδενική συμμετοχή στον αγώνα τον καλό για την προώθηση αντικειμενικά ορθών επιλογών και διαδικασιών.

Αργά την Κυριακή, μετά από ατέρμονους  και άνευ χρονοδιαγραμμάτων αγώνες, ευνοούμενους από την μελαγχολική απραξία της ημέρας, είπα να δω και τον τύπο.

Τον τυπωμένο τύπο, τον οποίο όσο περνά ο καιρός και όπως πρέπει να κάνει ένας χμμμμ (αρκετά) ώριμος νέος,  αγνοώ αφού προτιμώ  την εικονική ενημέρωση που μου δίνουν οι διάφορες οθόνες που παρακολουθώ (όχι τι βι).

Και ξαφνικά συγκινούμαι! Κοίταξε ρε, που μένει και κάτι που κάνω! Κοίταξε που δεν πάνε όλα στο διάολο!

Θα μου πείτε, τι ήταν αυτό που σε έκανε να νοιώσεις την ένταση;

Δυο πράγματα.

Διάβαζα τη μεγάλη καλαμαρίστικη εφημερίδα, που βγάζει παράρτημα στο νησί. Γυρίζω στη στήλη με τα παραπολιτικά που γράφει ένας τύπος που γουστάρω. «Η ώρα της «λυσιφοβίας»», γράφει! Όπα λέω, μας έπιασε την πατέντα! Έστω και αν όταν χρησιμοποίησα για πρώτη φορά τη λέξη για λόγους αισθητικής έγραψα «λυσοφοβία», με «ο». Το είχα κάνει πριν δέκα και βάλε χρόνια και ναι, αν υπάρχει ποτέ αρχείο ας γραφτεί το όνομα του λεξιπλάστη. (Και το έχω γράψει ξανά αυτό, για να μη ξεχνιόμαστε).

Δεν κοιτάζω (εδώ) την ουσία, ο Στέφανος Κασιμάτης αναφέρεται στην ελληνική πολιτική σκηνή, εγώ (τότε και από τότε) στην Κυπριακή. Τα κίνητρα, αλλά και τα κριτήρια είναι βεβαίως τα ίδια.

Και προφανώς, δεν έγραφα ανοησίες. Αυτό είναι που μου δίνει την ικανοποίηση.

Στην επόμενη σελίδα, σε όλη την ολόκληρη,  μεγάλου σχήματος σελίδα, φορτσάρει ο μεγάλος δισεκατομμυριούχος απατεών. Ο Σώρρας,  για τον οποίο γράφω από το 2012 και έφαγα βρισίδι και μπούλλιιγκ πολύ περισσότερο (αν πιστεύετε) και από το Κυπριακό (για απορίες στο μπλοκ, με τα άρθρα με τις εκατοντάδες σχόλια). Ε, τώρα ο λεβέντης μας τρέμει, έχει γίνει mainstream και αν όλα πάνε καλά θα βρίσκεται σύντομα πίσω από τα σίδερα.

Το τραγικό είναι ότι δεν υπάρχει ποινή για τον κρετινισμό εκ προθέσεως.

Α, και έτσι τέλειωσε μια ευτυχισμένη μερα, ε;

Μπα!

-Παπά, να με βοηθήσεις, λέει με μια πολύ ευπρόσδεκτα φιλική διάθεση ο γιος (γνωρίζει για το χούιν μου).

Ευχαρίστως γιε μου, και κυριολεκτικά τα αφήνω όλα και εστιάζω πάνω του. Ο γιος που βαριέται το διάβασμα, που δεν έχει ποτέ φυσικά διάβασμα, που τα αφήνει όλα την τελευταία στιγμή γιατί έχει και φιλότιμο και δεν μπορεί να μην τα κάνει, θέλει να γράψουμε έκθεση μαζί!  Βράδυ της Κυριακής!

Τη γενική ιστορία για κάτι μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ένα δικό του βερσιόν του Τζακ και της φασολιάς την έχει, του δίνω ιδέες για την εξέλιξη και την πλοκή. Αντιδρά πάντα αρνητικά – όπως αναμένεται, μετά χαμογελά και μου λέει, εντάξει, πες μου το ξανά!

Και βγάζουμε έκθεση καμιά 500ριά λέξεις και νοιώθουμε ένας ευτυχής γιος και ένας δεκάκις ευτυχής παπάς.

Μετά πρέπει να κλείσουμε. Και τον τελευταίο καιρό γίνεται όλο και πιο δύσκολο με την κόρη. Γιατί θέλει να κοιμάται με τη γάτα. Κατ΄ ακρίβεια θέλει να νοιώθει την ανάσα της γάτας. Επικαλούμαι ζητήματα υγιεινής,  λογικής, δικής της άνεσης, κινδύνου να έχουμε ατυχήματα, όλα δηλαδή θέματα που χειρίζονται άριστα οι 12χρονοι. Αντιδρά, ναζιάρικα και συνεπώς απόλυτα αποφασιστικά και με αναγκάζει σε υποχώρηση.

Ένας συμβιβασμός – τελικά-  πάντα κάνει καλό. Και δουλεύει.

Σκεφτόμουν όμως: άλλο η σχέση ή ακόμη και ο εθισμός του γιου στα ηλεκτρονικά, με αυτήν τι θα κάνουμε; Αν πάθει κάτι η Μορτίσια, πως θα το χειριστούμε;

Ναι, άριστη η αγάπη και η συνύπαρξη με τα ζώα, αλλά εκείνη η ευλογημένη η γραμμή που είναι άραγε να την χαράξουμε;

Ναι, σήμερα δεν έγραψα, δεν «πρόσφερα», δεν τσακώθηκα. Ήμουν κυρίως εκτός πόλεως.

Εκεί έξω το λένε κάποιοι «Αλκυονίδες» και νομίζουν πως δεν είναι απλώς μια μυθική περιγραφή, νομίζουν πως είναι νομοτέλεια.

Ναι, στενοχωριέμαι όταν δεν βρέχει τον χειμώνα, είχαμε καθηκόντως και τους κακούς χειμώνες των προηγουμένων χρόνων, φέτος έβρεξε, για ένα σχεδόν μήνα. Τράβηξε η γη, ποτίστηκαν τα δέντρα, – το πιο συγκινητικό – πρασίνισε το χορτάρι. Εκείνο που βλαστά πάντα στην διακεκαυμένη μας γη, λίγο πολύ κάθε χρόνο.

Θυμάμαι πως ήταν όλα στο τέλος του άνομβρου φθινοπώρου. Θυμάμαι το θαυμασμό που ένοιωθα για την αντοχή της φύσης από τη μια και την οδυνηρή, σχεδόν ηδονική προσμονή από την άλλη, για την έλευση της ευλογημένης βροχής.

Και σκέφτηκα πως έτσι ήταν πάντα σε αυτό το ξερονήσι. Και πάντα βλέπαμε ανομβρίες και ζόρια.

Και είμαστε ακόμη εδώ, εμείς και η νήσος.

Λένε πως ο  τόπος εν ο άδρωπος. Με όσα (καταφέραμε να) περάσουμε και (καταφέρνουμε να) περνάμε, μήπως ισχύει το αντίστροφο;

 

No comments yet

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.